- βδελυρός
- -ή, -ό (AM βδελυρός, -ά, -όν)αυτός που προκαλεί βδελυγμία, σιχαμένος, αηδιαστικόςμσν.το αρσ. ως ουσ. ο βδελυρόςο διάβολος.[ΕΤΥΜΟΛ. Τα βδελυρός (πιθ. αντί *βδελυλός) και βδελύσσομαι σχηματίστηκαν από θ. βδελυ- που προήλθε πιθ. από το βδέω μέσω ενός επιθήματος -λυ- (πρβλ. θή-λυ-ς)].
Dictionary of Greek. 2013.